Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009
Προπάντων καθαρότητα (ελληνικού) λόγου
Ασφαλώς, δεν είναι δυνατόν να απαιτούμε από έναν πολιτικό κατά τη διατύπωση του λόγου του να εκδηλώνει αρετές λογοτεχνικές, ωσάν νέος Παλαμάς, ή να συναγωνίζεται τον Κριαρά στις φιλολογικές γνώσεις. Ωστόσο, έχει καθήκον, ιδίως αν φιλοδοξεί να ηγηθεί μιας μεγάλης παράταξης, την οποία υπηρέτησαν -εκτός των άλλων- ένας Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ένας Κωνσταντίνος Τσάτσος, να ομιλεί ορθώς την ελληνική. Πολλώ δε μάλλον όταν προτάσσει το ζήτημα της Παιδείας.
Κατά την πρώτη ημέρα του Εκτάκτου Συνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας η κα Ντόρα Μπακογιάννη στην ομιλία της χρησιμοποίησε ούτε μία ούτε δύο, αλλά πολλές φορές, τη λέξη "προπάντως" -έτσι έχει καταγραφεί και στο κείμενο της ομιλίας της, το οποίο έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του κόμματός της. Βεβαίως, υπάρχουν και είναι δόκιμες οι λέξεις "προπάντων" και "προπαντός". Πάντως, το "προπάντως" ούτε καν ως νεολογισμός μπορεί να εκληφθεί γιατί, κατά το κοινώς λεγόμενο, "δεν βγάζει νόημα". Όχι νεολογισμός, λοιπόν, αλλ΄οπωσδήποτε σολοικισμός.
Κουραστικός ο "ξύλινος λόγος" των πολιτικών, επικίνδυνος ο ανελλήνιστος λόγος, πρωτίστως για όποιον πολιτικό "αγωνιά" για την ελληνική Παιδεία.
Τετάρτη 6 Μαΐου 2009
Άριστα και τέλεια!
Με καθυστέρηση δύο ημερών, λόγω πολλής σκέψης, σχολιάζω τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας επί της παραπομπής ή μη του βουλευτή κ. Αριστοτέλη Παυλίδη. Υπέρ της παραμποπής ψήφισαν 146 βουλευτές "κατά συνείδησιν", δηλαδή έχοντας συνείδηση των κομματικών εντολών. Από την άλλη πλευρά, 144 εθνοπατέρες ψήφισαν κατά της παραπομπής, και αυτοί "κατά συνείδησιν", δηλαδή έχοντας ομοίως συνείδηση της κομματικής εντολής. Πέντε έρριψαν στην κάλπη λευκό ψηφοδέλτιο, επιλογή η οποία αν ερμηνευθεί με όρους εκλογών σημαίνει "δε θέλω ούτε το ένα κόμμα ούτε το άλλο, αλλά κάποιο τρίτο". Ωστόσο, επειδή εν προκειμένω το ερώτημα ήταν παραπομπή ή μη του εν λόγω βουλευτή, με άλλα λόγια, έχετε κύριοι βουλευτές την υπόνοια ότι υφίσταται ζήτημα εμπλοκής του κ. Παυλίδη ή όχι, η τρίτη επιλογή δεν χωρεί. Επειδή είμαι καλόπιστος, εικάζω πως οι προαναφερθέντες πέντε θα προτιμούσαν την επιλογή Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ, αλλά λόγω του ότι δεν επρόκειτο για δημοσκόπηση μα για συμμετοχή σε ψηφοφορία, έκαμαν τη λευκή επιλογή. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι πλέον συνεπείς ήσαν οι τρεις που δήλωσαν "παρών" και δη ουσιαστικά κατά συνείδησιν. Γιατί έχουν συνειδητοποιήσει ότι, προκειμένου να έχουν ελπίδα επανεκλογής, πρέπει να βρίσκονται σε στρατόπεδο και να είναι συνεχώς στην αναφορά... Προφανώς, και οι τρεις έπραξαν άριστα και τέλεια.
(φωτογραφία: news.pathfinder.gr/.../
Παρασκευή 1 Μαΐου 2009
Πρωτομαγιάτικες απορίες
Τετάρτη 22 Απριλίου 2009
Μια άκρως αξιόλογη ιστοσελίδα
Από την Τρίτη, 20 Απριλίου, ταξιδεύει στο διαδίκτο η πρώτη Παγκόσμια Ψηφιακή Βιβλιοθήκη. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία της UNESCO και 32 ακόμη οργανισμών. Η πρόσβαση στη βιβλιοθήκη είναι ελεύθερη, πληκτρολογώντας τη διεύθυνση www.wdl.org. Η αναζήτηση και η πλοήγηση γίνεται επί του παρόντος σε επτά γλώσσες: αγγλικά, αραβικά, κινεζικά, ισπανικά, γαλλικά, πορτογαλικά, ρωσικά. Ο αναγνώστης ας μην αποθαρρυνθεί για τις ελάχιστες πληροφορίες εν σχέσει με τον ασύλληπτο όγκο της σύνολης γνώσης, επειδή μόλις προχθές έγινε η αρχή. Και το σημαντικό: είναι μια βιβλιοθήκη αναμφίβολα πέρα για πέρα αξιόπιστη. Την είδηση διαβάσαμε σε ευάριθμες εφημερίδες οι οποίες σέβονται την αποστολή τους, να παρέχουν, δηλαδή, στους αναγνώστες τους ουσιαστική πληροφόρηση. Όχι βεβαίως από τα τηλεοπτικά δελτία... Επισκεφθείτε την.
(Φωτογραφία: www.flickr.com/
photos/mrwerner/
387914823/)
Δευτέρα 13 Απριλίου 2009
Η βλακεία δεν είναι ταμπού
Είναι ίδιον ενός ανοικτού μυαλού να καταρρίπτει τα ταμπού και, όταν το κάνει, είναι άξιο μνείας! Στην περίπτωση αυτή χωρίς αμφιβολία εμπίπτουν οι υπεύθυνοι του εβδομαδιαίου περιοδικού "ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ", που διανέμεται δωρεάν από διάφορες εφημερίδες της ελληνικής περιφέρειας. Το 57ο τεύχος του περιοδικού (4-5 Απριλίου) δημοσιεύει άρθρο σχετικό με μέτρα τα οποία προτίθεται να λάβει η κυβέρνηση για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού. Η βασική φωτογραφία του θέματος (βλέπε πάνω αριστερά) απεικονίζει μια καλλίγραμη νεάνιδα να χαίρεται την Ήλιο και να προετοιμάζεται προφανώς να χαρεί και τη θάλασσα έχοντας ως εφαλτήριο τον τρούλο μιας αγαιοπελαγίτικης εκκλησίας. Σίγουρα περίσεψε η έμπνευση μεταξύ των ανοικτόμυαλων υπευθύνων της έκδοσης αλλά και ο ενθουσιασμός τους όταν είδαν το αποτέλεσμα της "σύνθεσης". Και πιθανότατα είναι ο ενθουσιασμός αυτός που εμπόδισε τους υπευθύνους να διακρίνουν στην εμπνευσμένη σύνθεσή τους την περιφρόνηση συμβόλων, που κάποιοι θεωρούν ιερά, ή τη βλακεία. Οι ίδιοι διαλέγουν και παίρνουν.
Τετάρτη 8 Απριλίου 2009
Από τον φραπέ στον φρέντο
Οι Ιταλοί μπορεί να έχουν χίλια μύρια ελαττώματα αλλά, αν μη τι άλλο, διακρίνονται για την αισθητική τους: Στο ντύσιμο, περίφημη η ιταλική μόδα. Ή στη μουσική, γι’ αυτό και αρνούνται να περπατήσουν στην άμουση πασαρέλα της Eurovision. Αλλά διακρίνονται και για τις επιλογές τους στη γεύση. Μεταξύ των άλλων, γνωρίζουν να πίνουν καφέ. Και για να τον απολαύσουν τον πίνουν ζεστό.
Για τον ξένο που θα επισκεφθεί τη Ρώμη, όσο κολοσσιαίο λάθος είναι να μην επισκεφθεί το Κολοσσαίο άλλο τόσο είναι να μην επισκεφθεί ένα από τα καφέ της Πιάτσα Ντ’ Εσπάνια, για να απολαύσει έναν εσπρέσο ή έναν καπουτσίνο, εξυπακούεται ζεστό. Και θα πληρώσει τον καφέ του φθηνότερα από όσο και σε ένα καφέ του πλέον υποβαθμισμένου προαστίου των Αθηνών. Βέβαια, ο Έλληνας ζει για τη φιγούρα. Μπορεί να μην έχει να φάει, αλλά τα τέσσερα ή και τα πέντε ευρώ θα τα διαθέσει ώστε να πιει τον καφέ του σε ένα από τα «καφέ» του life style για να δει και να τον δουν.
Η μελέτη της κατανάλωσης του καφέ αντικατοπτρίζει ως ένα βαθμό την εξέλιξη της αισθητικής του νεοέλληνα και κατά συνέπειαν επέχει θέση κοινωνιολογικής προσέγγισης των συμβαινόντων παρ’ ημίν τις τελευταίες δεκαετίες.
Έως και τη δεκαετία του ΄50, ο μοναδικός καφές που γνώριζαν και έπιναν οι συμπατριώτες μας ήταν ο «ελληνικός». Στις αρχές της δεκαετίας που ακολούθησε, μαζί με τους Beatles και το μίνι, μπήκε στη ζωή μας το «νεσκαφέ». Πλούσιες κατά κανόνα κυρίες διοργάνωναν στο σπίτι τους απογευματινά, καλώντας φίλες τους για να απολαύσουν ένα «νεσκαφέ», εννοείται ζεστό, και για να αναλωθούν σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις εφάμιλλες αυτών που διεξάγονται στις μεταμεσημβρινές εκπομπές της συγκαιρινής τηλεοπτικής πραγματικότητας.
Οι δύο επόμενες δεκαετίες, εκείνη του ’70 και αυτή του ΄80, κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν οι «δεκαετίες του φραπέ». Ταυτοχρόνως υπήρξε και άλλη μία μετάβαση: από το καφενείο και το ζαχαροπλαστείο στην «καφετέρια». Εκεί, κοινό σημείο αναφοράς όλων των θαμώνων ήταν ο «φραπές». Κρύο νεσκαφέ, που πίνεται υποτίθεται για να δροσίσει αλλά το οποίο προκαλεί εντονότερη δίψα. Ας είναι. Για τον πότη του, ο «φραπές» είναι μέσο καταξίωσης, δηλωτικό μοντερνισμού, όπως εξάλλου η «ντίσκο» και το αυτοκίνητο με την αεροτομή. Παράλληλα, απέκτησε και σεξιστικό περιεχόμενο μέσω της φράσης «πάμε για καφέ;» Αλλά τότε η έννοια «σεξουαλική παρενόχληση» δεν είχε επινοηθεί. Υπήρχε το καμάκι που διακρινόταν οπωσδήποτε και από το καλαμάκι.
Ο «φραπές» έγινε συνήθεια, θα έλεγα εξάρτηση. Δεν είναι δα και τόσο μακρινό το παράδειγμα ταλαντούχου Έλληνα ποδοσφαιριστή ο οποίος εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του στην Ιταλία του γευστικού καφέ για να επιστρέψει στην Ελλάδα, όχι επειδή επιθύμησε τις παραλίες της Ζακύνθου αλλά επειδή νοστάλγησε τη «φραπεδιά»!
Ο Αριστοφάνης σε μία από τις κωμωδίες του περιέγραψε την «Νεφελοκοκκυγία», μια φανταστική πόλη των πτηνών εντός των νεφών, που μεταφορικώς σήμαινε την φαντασιοπληξία. Και πράγματι, φαντασιοπληξία ήταν η εντύπωση εκείνων που αποστρέφονταν τον γευστικότατο «ελληνικό» για να καταναλώσουν το νερόπλυμα «φραπέ», νομίζοντας ότι έτσι εκσυγχρονίζονται ή βελτιώνονται γευστικά και κατ’ επέκτασιν αισθητικά. Έπλασαν έτσι μιαν άλλη φανταστική πολιτεία, την «νεσκαφεκοκκυγία».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ένας άνεμος αλλαγής σάρωσε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη. Τα καθεστώτα στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού κατέρρευσαν εν μια νυκτί. Αντίστοιχης δυναμικής μεταβολή επεσυνέβη και στις συνήθειες του Έλληνα καφενόβιου. Το βασίλειο της «νεσκαφεκοκκυγίας» κατέρρευσε κι αυτό. Τούτος ο άνεμος της αλλαγής φύσηξε από την Ιταλία, όχι για να μας μεταφέρει τους στίχους του Δάντη ή τις νότες του Αλμπινιόνι και του Βέρντι αλλά τα αρώματα του καπουτσίνο. Ωστόσο, ο αταβισμός του Έλληνα κυριάρχησε μετατρέποντας τον καπουτσίνο σε «φρέντο», ενώ οι «καφετέριες» άρχισαν αγεληδόν να κλείνουν και να μεταρσιώνονται σε «καφέ». Απαραίτητο συμπλήρωμα των πελατών, ιδίως όταν η Σοφοκλέους ήταν στις δόξες της, μια οικονομική εφημερίδα για τους κυρίους και για τις κυρίες ένα περιοδικό life style. Αλλά και αυτός ο κρύος καφές, ο «φρέντο» έχει τα ίδια αποτελέσματα με τον «φραπέ». Εντείνει τη δίψα, με συνέπεια την πόση επιπλέον ύδατος και την καταφυγή όλων των θαμώνων του «καφέ» στην τουαλέτα προς ανακούφιση. Α! Και μία άλλη μεταβολή. Ο καφές από το σεξιστικό περιεχόμενο που είχε επί μονοκρατορίας «φραπέ», τώρα κατέστη συνώνυμο της χαζομάρας: «Πρωινός καφές», «Καφές με την Μελπομένη», δηλαδή τα προσφιλή θέματα συζήτησης στους ναούς του «φρέντο».
Κατά καιρούς και ανεξαρτήτως της θελήσεώς μου έχω επισκεφθεί «καφέ». Δεν μου άρεσαν τα εξής: ο καφές που προσφέρουν, το πανομοιότυπο, κακό είδος μουσικής που εμέσσουν τα ηχεία και η κακοσμία του εξαερισμού. Όσες φορές επισκέφθηκα «καφέ» νοστάλγησα τις μυρωδιές του παραδοσιακού καφενείου: τον ελληνικό καφέ, τον γλυκάνισο, το αγγούρι, την τομάτα, την τηγανιτή πατάτα. Παρακαλώ ένα περιοδικό life style και μία παρομοίου περιεχομένου τηλεοπτική εκπομπή να προβάλουν τα παραδοσιακά καφενεία, ώστε να γεμίσει η Ελλάδα από δαύτα και οι Έλληνες να ανακτήσουν την αισθητική τους, πίνοντας ελληνικό καφέ, τρώγοντας ένα γλυκό κουταλιού, απολαμβάνοντας ένα ούζο και συζητώντας για έρωτα, πολιτική, τέχνη, όχι για την πρώην του δείνα και τον πρώην της τάδε.
Για τον ξένο που θα επισκεφθεί τη Ρώμη, όσο κολοσσιαίο λάθος είναι να μην επισκεφθεί το Κολοσσαίο άλλο τόσο είναι να μην επισκεφθεί ένα από τα καφέ της Πιάτσα Ντ’ Εσπάνια, για να απολαύσει έναν εσπρέσο ή έναν καπουτσίνο, εξυπακούεται ζεστό. Και θα πληρώσει τον καφέ του φθηνότερα από όσο και σε ένα καφέ του πλέον υποβαθμισμένου προαστίου των Αθηνών. Βέβαια, ο Έλληνας ζει για τη φιγούρα. Μπορεί να μην έχει να φάει, αλλά τα τέσσερα ή και τα πέντε ευρώ θα τα διαθέσει ώστε να πιει τον καφέ του σε ένα από τα «καφέ» του life style για να δει και να τον δουν.
Η μελέτη της κατανάλωσης του καφέ αντικατοπτρίζει ως ένα βαθμό την εξέλιξη της αισθητικής του νεοέλληνα και κατά συνέπειαν επέχει θέση κοινωνιολογικής προσέγγισης των συμβαινόντων παρ’ ημίν τις τελευταίες δεκαετίες.
Έως και τη δεκαετία του ΄50, ο μοναδικός καφές που γνώριζαν και έπιναν οι συμπατριώτες μας ήταν ο «ελληνικός». Στις αρχές της δεκαετίας που ακολούθησε, μαζί με τους Beatles και το μίνι, μπήκε στη ζωή μας το «νεσκαφέ». Πλούσιες κατά κανόνα κυρίες διοργάνωναν στο σπίτι τους απογευματινά, καλώντας φίλες τους για να απολαύσουν ένα «νεσκαφέ», εννοείται ζεστό, και για να αναλωθούν σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις εφάμιλλες αυτών που διεξάγονται στις μεταμεσημβρινές εκπομπές της συγκαιρινής τηλεοπτικής πραγματικότητας.
Οι δύο επόμενες δεκαετίες, εκείνη του ’70 και αυτή του ΄80, κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν οι «δεκαετίες του φραπέ». Ταυτοχρόνως υπήρξε και άλλη μία μετάβαση: από το καφενείο και το ζαχαροπλαστείο στην «καφετέρια». Εκεί, κοινό σημείο αναφοράς όλων των θαμώνων ήταν ο «φραπές». Κρύο νεσκαφέ, που πίνεται υποτίθεται για να δροσίσει αλλά το οποίο προκαλεί εντονότερη δίψα. Ας είναι. Για τον πότη του, ο «φραπές» είναι μέσο καταξίωσης, δηλωτικό μοντερνισμού, όπως εξάλλου η «ντίσκο» και το αυτοκίνητο με την αεροτομή. Παράλληλα, απέκτησε και σεξιστικό περιεχόμενο μέσω της φράσης «πάμε για καφέ;» Αλλά τότε η έννοια «σεξουαλική παρενόχληση» δεν είχε επινοηθεί. Υπήρχε το καμάκι που διακρινόταν οπωσδήποτε και από το καλαμάκι.
Ο «φραπές» έγινε συνήθεια, θα έλεγα εξάρτηση. Δεν είναι δα και τόσο μακρινό το παράδειγμα ταλαντούχου Έλληνα ποδοσφαιριστή ο οποίος εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του στην Ιταλία του γευστικού καφέ για να επιστρέψει στην Ελλάδα, όχι επειδή επιθύμησε τις παραλίες της Ζακύνθου αλλά επειδή νοστάλγησε τη «φραπεδιά»!
Ο Αριστοφάνης σε μία από τις κωμωδίες του περιέγραψε την «Νεφελοκοκκυγία», μια φανταστική πόλη των πτηνών εντός των νεφών, που μεταφορικώς σήμαινε την φαντασιοπληξία. Και πράγματι, φαντασιοπληξία ήταν η εντύπωση εκείνων που αποστρέφονταν τον γευστικότατο «ελληνικό» για να καταναλώσουν το νερόπλυμα «φραπέ», νομίζοντας ότι έτσι εκσυγχρονίζονται ή βελτιώνονται γευστικά και κατ’ επέκτασιν αισθητικά. Έπλασαν έτσι μιαν άλλη φανταστική πολιτεία, την «νεσκαφεκοκκυγία».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ένας άνεμος αλλαγής σάρωσε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη. Τα καθεστώτα στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού κατέρρευσαν εν μια νυκτί. Αντίστοιχης δυναμικής μεταβολή επεσυνέβη και στις συνήθειες του Έλληνα καφενόβιου. Το βασίλειο της «νεσκαφεκοκκυγίας» κατέρρευσε κι αυτό. Τούτος ο άνεμος της αλλαγής φύσηξε από την Ιταλία, όχι για να μας μεταφέρει τους στίχους του Δάντη ή τις νότες του Αλμπινιόνι και του Βέρντι αλλά τα αρώματα του καπουτσίνο. Ωστόσο, ο αταβισμός του Έλληνα κυριάρχησε μετατρέποντας τον καπουτσίνο σε «φρέντο», ενώ οι «καφετέριες» άρχισαν αγεληδόν να κλείνουν και να μεταρσιώνονται σε «καφέ». Απαραίτητο συμπλήρωμα των πελατών, ιδίως όταν η Σοφοκλέους ήταν στις δόξες της, μια οικονομική εφημερίδα για τους κυρίους και για τις κυρίες ένα περιοδικό life style. Αλλά και αυτός ο κρύος καφές, ο «φρέντο» έχει τα ίδια αποτελέσματα με τον «φραπέ». Εντείνει τη δίψα, με συνέπεια την πόση επιπλέον ύδατος και την καταφυγή όλων των θαμώνων του «καφέ» στην τουαλέτα προς ανακούφιση. Α! Και μία άλλη μεταβολή. Ο καφές από το σεξιστικό περιεχόμενο που είχε επί μονοκρατορίας «φραπέ», τώρα κατέστη συνώνυμο της χαζομάρας: «Πρωινός καφές», «Καφές με την Μελπομένη», δηλαδή τα προσφιλή θέματα συζήτησης στους ναούς του «φρέντο».
Κατά καιρούς και ανεξαρτήτως της θελήσεώς μου έχω επισκεφθεί «καφέ». Δεν μου άρεσαν τα εξής: ο καφές που προσφέρουν, το πανομοιότυπο, κακό είδος μουσικής που εμέσσουν τα ηχεία και η κακοσμία του εξαερισμού. Όσες φορές επισκέφθηκα «καφέ» νοστάλγησα τις μυρωδιές του παραδοσιακού καφενείου: τον ελληνικό καφέ, τον γλυκάνισο, το αγγούρι, την τομάτα, την τηγανιτή πατάτα. Παρακαλώ ένα περιοδικό life style και μία παρομοίου περιεχομένου τηλεοπτική εκπομπή να προβάλουν τα παραδοσιακά καφενεία, ώστε να γεμίσει η Ελλάδα από δαύτα και οι Έλληνες να ανακτήσουν την αισθητική τους, πίνοντας ελληνικό καφέ, τρώγοντας ένα γλυκό κουταλιού, απολαμβάνοντας ένα ούζο και συζητώντας για έρωτα, πολιτική, τέχνη, όχι για την πρώην του δείνα και τον πρώην της τάδε.
Κυριακή 5 Απριλίου 2009
Και προκαλούμενος και "ρατσιστής";
"Βεβαιότατα" απάντησα όταν ο όντως ευγενέστατος οδηγός ταξί μου ζήτησε να "πάρει" έναν ηλικωμένο κύριο, που ο προορισμός του ταίριαζε με τη διαδρομή μας. Προορισμός του συνεπιβάτη ήταν ο σταθμός Πελοποννήσου. Από το "αξάν" του ηλικωμένου κυρίου αντελήφθην ότι αυτός δεν ήταν 'Ελληνας. Κανένα πρόβλημα. Φθάσαμε στον προορισμό του. Ο οδηγός αποβιβάσθηκε για να ανοίξει τη μπαγκαζιέρα και να βγάλει τη βαλίτσα του κυρίου. Επιστρέφοντας στο τιμόνι, ο οδηγός μου αφηγείται τη στιχομυθία που είχε προ ολίγων δευτερολέπτων με τον πελάτη του:
ΠΕΛΑΤΗΣ: Από πού είσαι;
ΟΔΗΓΟΣ: Από την Άρτα.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Α! Από την "Τσαμουρία", Αλβανία...
Ο οδηγός δεν του απάντησε, όχι για άλλο λόγο αλλά για να διαφυλάξει το μεροκάματο. Περιττεύει να γράψω τι εξέφυγε του έρκους των οδόντων μου. Κι ερωτώ: Θα ήμουν ρατσιστής ή "ελληναράς" ή εθνικιστής, αν, ακούγοντας ο ίδιος τα περί τσαμουριάς, απαντούσα στον εν λόγω κύριο, όπως νιώθω; Στην πρόκληση, στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας και της ιστορίας να μην απαντάμε; Εκεί φθάσαμε...
ΠΕΛΑΤΗΣ: Από πού είσαι;
ΟΔΗΓΟΣ: Από την Άρτα.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Α! Από την "Τσαμουρία", Αλβανία...
Ο οδηγός δεν του απάντησε, όχι για άλλο λόγο αλλά για να διαφυλάξει το μεροκάματο. Περιττεύει να γράψω τι εξέφυγε του έρκους των οδόντων μου. Κι ερωτώ: Θα ήμουν ρατσιστής ή "ελληναράς" ή εθνικιστής, αν, ακούγοντας ο ίδιος τα περί τσαμουριάς, απαντούσα στον εν λόγω κύριο, όπως νιώθω; Στην πρόκληση, στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας και της ιστορίας να μην απαντάμε; Εκεί φθάσαμε...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)